ἀνομοίων

ἀνομοίων
ἀνόμοιος
unlike
fem gen pl
ἀνόμοιος
unlike
masc/neut gen pl
ἀνόμοιος
unlike
masc/fem/neut gen pl
ἀ̱νομοίων , ἀνομοιόω
make unlike
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱νομοίων , ἀνομοιόω
make unlike
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀνομοιόω
make unlike
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀνομοιόω
make unlike
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πελτιέ — φρ. «φαινόμενο Πελτιέ» φυσ. το φαινόμενο τής ψύξης στην μια επαφή και τής θέρμανσης στην άλλη επαφή δύο ανόμοιων αγωγών που διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα, φαινόμενο εντονότερο σε κυκλώματα που περιλαμβάνουν ανόμοιους ημιαγωγούς και το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμετικός — ή, ό άτομο τού οποίου οι πυρήνες τών κυττάρων περιέχουν ανά ένα ζεύγος ανόμοιων χρωματοσωμάτων τού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hetero (πρβλ. ετερο *) + gametic (πρβλ. γαμέτης)] …   Dictionary of Greek

  • ζευγάρωμα — το [ζευγαρώνω] 1. η ένωση σε ζεύγος, ο σχηματισμός ζεύγους 2. η σύζευξη, η ένωση αρσενικού και θηλυκού 3. σύνδεση δύο ανόμοιων ιδιοτήτων, καταστάσεων ή ενεργειών …   Dictionary of Greek

  • κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… …   Dictionary of Greek

  • κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… …   Dictionary of Greek

  • κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλογράφος — η, ο / ποικιλογράφος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ποικιλογράφοι (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) συγγραφείς ποικίλων και ανόμοιων μεταξύ τους θεμάτων τα οποία ανακοίνωναν σε συμπόσια, δείπνα και, γενικά, σε συγκεντρώσεις φιλομαθών αρχ …   Dictionary of Greek

  • συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”